Ο Πόλεμοs & ο 'Ερωταs

Day 1,822, 12:38 Published in Greece Greece by Chaos0



Αλλιώς τα λογαριάζει κανείς κι αλλιώς του τα φέρνει η e-ζωή.
Μετά από την ποιητική πολιτικοοικονομικοκοινωνική ανάλυση του προηγούμενου άρθρου, σκόπευα να παρουσιάσω άλλες πλευρές του e-κόσμου μας' και είχα προετοιμάσει ένα πόνημα με ενδιαφέροντα ανασκαφικά ευρήματα για τον e-Έρωτα.

Και ξάφνου, ξέσπασε ο e-Πόλεμος!
Μεγαλόπρεπες κραύγασαν οι σάλπιγγες, αντιβούισε ο βαθύς ήχος των τυμπάνων και οι σειρήνες πρόσθεσαν το θρηνώδες τραγούδι τους καλώντας στα e-όπλα κληρωτούς και εφέδρους.

Μπροστά σ' αυτή την αλλαγή των συνθηκών, η e-Επιθεώρησή μας δεν μπορεί παρά να προσαρμοστεί και να συμβάλλει με τις μικρές της δυνάμεις στην πολεμική προσπάθεια.
Αναζήτησα λοιπόν και βρήκα μέσα στα αποθησαυρισμένα ανασκαφικά μου ευρήματα το κατάλληλο, ώστε να εξάρει το Ηθικό των e-στρατιωτών, να υπενθυμίσει την Πολεμική Αρετή και να τονώσει το Μαχητικό Πνεύμα τους.
Ιδού λοιπόν:





Robert Sheckley
Zirn Left Unguarded,
the Jenghik Palace in Flames,
Jon Westerly Dead
(1972)
Μετάφραση: Γιώργος Μάντης

Το δελτίο ειδήσεων ήρθε μαύρο από το φόβο του. «Κάποιος χορεύει πάνω στους τάφους μας», είπε ο Καρλομάγνος. Το βλέμμα του περιέλαβε όλη τη Γη. «Θα γίνει ένα απίθανο μαυσωλείο».

«Τα λόγια σου ηχούν παράξενα», είπε εκείνη. «Παρ' όλα αυτά κάτι υπάρχει στον τρόπο που μιλάς που μ' αρέσει... Έλα κοντά μου, ξένε και ξεκαθάρισε τη θέση σου».

Οπισθοχώρησε και τράβηξα το σπαθί μου από τη θήκη του. Πίσω μου άκουσα ένα μεταλλικό σφύριγμα. Ο Οκπετις Μαρν είχε τραβήξει κι αυτός το δικό του και τώρα στεκόμασταν κι οι δυο, πλάτη με πλάτη, καθώς πλησίαζε η ορδή των βαρβάρων Μάγκενθ.

«Τώρα θα πουλήσουμε ακριβά τα τομάρια μας, φίλε Τζων Γουέστερλυ», είπε ο Οκπέτις Μαρν με τη χαρακτηριστική φιδίσια σφυρικτή φωνή της φυλής του, των Μνεριαν.
«Νάσαι σίγουρος γι' αυτό», απάντησα. «Πολλές χήρες θα χορέψουν σήμερα το χορό Πασσαγκεκήν πριν νυχτώσει».
Έγνεψε καταφατικά. «Και μερικοί απαρηγόρητοι πατεράδες θα κάνουν χαρακίρι μπροστά στο βωμό του Θεού Χείριστου».
Γελάσαμε σαρκαστικά και οι δυο, καθένας με τα λόγια του άλλου.

Παρόλα αυτά τα πράγματα δεν ήταν καθόλου για γέλια. Οι Μέγκενθ, αυτά τα κτήνη, προχωρούσαν σιγά αλλά σταθερά, χωρίς δισταγμό, πάνω στην πρασινοκόκκινη χλόη. Είχαν τραβήξει τα ράφτϊι τους, αυτά τα μακριά, καμπυλωτά, διχαλωτά χαντζάρια τους, που είχαν σπείρει τον τρόμο ακόνη και στους πιο απομακρυσμένους πλανήτες του πολιτισμένου Γαλαξία μας. Τους περιμέναμε.

Το σπαθί του πρώτου διασταυρώθηκε με το δικό μου. Απέφυγα το δεύτερο χτύπημα του και με μια βουτιά τον αποκεφάλισα. Ετοιμάστηκα για τον επόμενο. Δυο απ' αυτούς ήρθαν κατ' απάνω μου αυτή τη φορά. Ακουσα τη σφυρικτή αναπνοή του Οκπέτις καθώς πετσόκοβε τους δικούς του. Γελοίοι σαν αντίπαλοι αλλά εκατοντάδες χιλιάδες. Δεν είχαμε καμιά ελπίδα.

Από τη σκέψη μου πέρασαν όλα τα προηγούμενα γεγονότα που είχαν σαν κατάληξη αυτή τη σφαγή. Σκέφθηκα τις πόλεις της Γήινης Πλειοψηφίας, των οποίων η ύπαρξη εξαρτιόταν από την έκβαση αυτής της μάχης. Δυο εναντίον εκατοντάδων χιλιάδων. Δεν ήταν αδικία; Σκέφθηκα ένα φθινόπωρο που είχα περάσει στο Καρκασσόνε, στην πόλη Κουφάρι, ένα χλωμό πρωινό στο Σασκατούν, μια βροχούλα στο χρώμα του ατσαλιού στους Μαύρους Λόφους του Σατανά. Όλα αυτά θα τελείωναν τώρα; Όχι βέβαια. Αλλά...

ίσως και ναι... Γιατί άραγε;... Τι πήγε στραβά, γαμώτο;

Είπαμε στο Μεγάλο Κομπιούτερ. «Αυτά είναι τα δεδομένα, αυτοί είναι οι συντελεστές, αυτή είναι η παρούσα κατάσταση. Κάνε μας τη χάρη να λύσεις το πρόβλημα μας και να σώσεις τις ζωές μας και τη Γη».

Ο Κομπιούτερ υπολόγισε και μετά απάντησε. «Αυτό το πρόβλημα είναι άλυτο».
«Και τι πρέπει να κάνουμε για να σώσουμε τη Γη από την Καταστροφή;»
«Δεν θα τη σώσετε», είπε ο Κομπιούτερ.

Φύγαμε λυπημένοι. Και τότε είπε ο Τζένκινς. "Τι διάβολο, θα πιστέψουμε τώρα ένα βρωμοκομπιούτερ;»

Το τελευταίο μας γέμισε χαρά και αναπτέρωσε το ηθικό μας. Αποφασίσαμε να ζητήσουμε τη γνώμη και άλλων.

Η τσιγγάνα γύρισε το χαρτί. Έδειξε την Ώρα της Κρίσεως. Φύγαμε λυπημένοι. Μετά ο Μάγιερς είπε. «Τι διάβολο, θα πιστέψουμε τώρα μια βρωμογύφτισσα;»

Το τελευταίο μας γέμισε χαρά και εξύψωσε το ηθικό μας. Αποφασίσαμε να ζητήσουμε τη γνώμη και άλλων.

«Το είπες κι ο ίδιος». Ένα κατακόκκινο λουλούδι σαν αίμα στο μέτωπο του. «Με κοίταξες παράξενα, ξένε... Σκέπτομαι αν πρέπει να σ' αγαπήσω"

Όλα άρχισαν τόσο ξαφνικά. Τα σαυροειδή υπάνθρωπα όντα, οι Μέγκενθ, αυτά τα κτήνη, σε αδράνεια τόσα εκατομμύρια χρόνια, άρχισαν ξαφνικά να εξαπλώνονται χάρις στο θαυματουργό φαρμακοβότανο που τους έδωσε ο Τσαρλς Εγκστρομ, ο ψυχοπαθής τηλέπαθος. Ο Τζων Γουέστερλυ ανακλήθηκε βιαστικά από τη μυστική αποστολή του στον αστεροειδή Αργκος ΙΙ. Ο Γουέστερλυ είχε την ατυχία να υλοποιηθεί μέσα σ' ένα δακτύλιο Μαύρης Δύναμης. Τον πρόδωσε - χωρίς να το θέλει βέβαια - ο καλύτερος φίλος του, ο Οκπέτις Μαρν, ο Μνέριαν, ο οποίος - χωρίς να το ξέρει ο Γουέστερλυ βέβαια - είχε παγιδευτεί στο Διάδρομο των Ολισθαινόντων Καθρεφτών και του είχε πάρει τα μυαλά ο Σάνθις, ο αρχηγός της Λεγεώνας της Διαστρεβλωτικής Εντροπίας. Αυτό ήταν το τέλος του ήρωα Γουέστερλυ και η αρχή του τέλους για όλους εμάς.

Ο γέρος βρισκόταν σε μια κατάσταση πλήρους ηλιθιότητας. Τον σήκωσα από την καρεκλά του και τον ταρακούνησα άγρια. Η μυρουδιά του παραισθησιογόνου μαντζανί ήταν έκδηλη σ' όλο το εργαστήριο του. Αυτό το αισχρό ναρκωτικό που είχε βγάλει άχρηστη τη θαρραλέα φρουρά μας στη Ζώνη των Αστρων του Τείχους.

Τον κούνησα βιαία και πάλι. «Πρέστον», ούρλιαξα. «Για τ' όνομα του Θεού, για χάρη της Μάγδας και για ότι θεωρείς όσιο και ιερό, για ότι λατρεύεις κι αγαπάς, πες μου τι συνέβη».

Τα μάτια του άρχισαν να γυρίζουν. Αρχισε να τραυλίζει. Καταβάλλοντας υπεράνθρωπη προσπάθεια ψέλλισε. «Το Ζιρν, το Ζιρν, πάει, χάθηκε...!» Το κεφάλι του έπεσε μπροστά κι έμεινε ακίνητος, νεκρός.

Το Ζιρν χάθηκε! Ένιωσα το μυαλό μου να σαλεύει. Αυτό σήμαινε ότι η Διάβαση του Υψηλού Αστρου ήταν ανοιχτή, οι Αρνητικοί Συσσωρευτές δεν λειτουργούσαν πια, οι στρατιώτες μας είχαν υπερφαλαγγισθεί. Πάει το Ζιρν! Υπήρχε άραγε καμία ελπίδα σωτήριας;

Ο Πρόεδρος Εντγκαρς κοίταξε το μπλε τηλέφωνο. Του είχαν πει να μη το χρησιμοποιήσει παρά μόνο σε έσχατη ανάγκη. Η παρούσα κατάσταση δεν ήταν άραγε η έσχατη ανάγκη; Σήκωσε το ακουστικό.

«Εδώ η ρεσεψιόν του Παραδείσου, σας ομιλεί η μις Οφηλία».
«Εδώ ο Πρόεδρος Εντγκαρς από τη Γη. Πρέπει να μιλήσω στο Θεό επειγόντως».
«Ο Θεός βρίσκεται στο γραφείο του σε μια πολύ σοβαρή σύσκεψη, είναι πολύ απασχολημένος και δεν θέλει να ενοχληθεί για οποιοδήποτε λόγο. Μπορώ εγώ να σας φανώ χρήσιμη σε τίποτε;»
«Βλέπετε η κατάσταση εδώ είναι πολύ κρίσιμη και ταυτόχρονα επείγουσα», είπε ο Πρόεδρος. «Εννοώ, ότι φαίνεται ήρθε το τέλος όλων μας».
«Όλων μας;», ρώτησε η μις Οφηλία.
«Για να ακριβολογούμε, όχι το δικό σας βέβαια. Πρόκειται για το τέλος της Γης και του Ανθρωπίνου Γένους. Μήπως θα πρεπε να το γνωστοποιήσετε στον ίδιο το Θεό;»
«Εφόσον ο Θεός είναι παντογνώστης ,είναι οπωσδήποτε ενήμερος για το πρόβλημα σας.»
«Είμαι βέβαιος ότι το ξέρει. Αλλά σκεπτόμουν μήπως θα μπορούσα να του μιλήσω προσωπικά...;»
«Λυπάμαι, αλλά επί του παρόντος τούτο είναι αδύνατο. Έχει άλλα σοβαρότερα προβλήματα να επιλύσει. Αφήστε ένα μήνυμα αν θέλετε. Ο Θεός είναι πανάγαθος και παντοδύναμος και είμαι βέβαιη πως θα μελετήσει σοβαρά το πρόβλημα σας, όταν βρει καιρό βέβαια, και θα αποφασίσει πιο είναι σωστό και δίκαιο. Ο Θεός είναι υπέροχος, ξέρετε. Εγώ προσωπικά τον γνωρίζω παρά πολύ καλά. Τον αγαπώ!»
«Όλοι τον αγαπούμε!», είπε ο Εντγκαρς λυπημένα.
«Λοιπόν, τίποτε άλλο;»
«Όχι... ή μάλλον... ναι! Μπορείτε να με συνδέσετε με τον κ. Τζόζεφ Εντγκαρς, παρακαλώ;»
«Ποιός είναι αυτός;»
«Ο πατέρας μου. Πέθανε πριν 10 χρόνια».
«Λυπάμαι πολύ, κύριε. Ξέρετε ότι κάτι τέτοιο απαγορεύεται».
«Μπορείτε να μου πείτε τουλάχιστον, αν είναι μαζί σας στον Παράδεισο;»
«Λυπάμαι, ούτε αυτό επιτρέπεται».
«Λοιπόν, μπορείτε να μου πείτε αν υπάρχει κανείς άλλος εκεί στον Παράδεισο, εκτός από σας και το Θεό; Η μήπως είστε η μοναδικοί που μένετε εκεί;»
«Αν θέλετε πληροφορίες για τη μετά θάνατον ζωή, ρωτήστε τον πλησιέστερο παπά της ενορίας σας, επίσκοπο, ραβίνο, μούλα η οποιονδήποτε άλλο εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπο του Θεού επί της Γης. Ευχαριστώ για το τηλεφώνημα σας».

Η γραμμή ήταν νεκρή.

«Τι είπε ο Κύριος;», ρώτησε ο στρατηγός Μίλερ.
«Μίλησα μόνο με την ιδιαιτέρα του».
«Προσωπικά εγώ δεν πιστεύω σε τέτοιες μαλακίες», είπε ο στρατηγός Μίλερ. «Κι' αν ακόμη υπάρχει κάτι τέτοιο, το βρίσκω πολύ πιο υγιεινό να μη πιστεύει κανείς».

Είμαι ο Ντόκτορ Ζακ, το ρομπότ. Βρέθηκα τυχαία στο Παλάτι Τζέγκιγκ. Είδα τους Μαγκενθ, αυτά τα κτήνη, να επιτίθενται με λύσσα, να σκοτώνουν, να κλέβουν, να πυρπολούν, να καταστρέφουν τα πάντα. Ο κυβερνήτης πέθανε κρατώντας το σπαθί του. Οι μοναδικοί δυο φρουροί έκαναν ότι μπορούσαν, πολέμησαν ηρωικά και αφού σκότωσαν μερικές χιλιάδες εχθρούς ο καθένας, έπεσαν στο πεδίο της μάχης. Προς στιγμή φάνηκε ότι θα νικούσαν, αλλά προδόθηκαν βλέπετε.
Οι κύριες της Αυλής υπεράσπισαν τους εαυτούς με κάτι μικρά μαχαιράκια, που μόνο συμβολικά θα μπορούσαν να θεωρηθούν εγχειρίδια. Όλες βιάστηκαν και σφάχτηκαν. Είδα τις φωτιές να καταβροχθίζουν τα πάντα. Είδα το παλάτι Τζέγκιγκ να γίνεται στάχτη. Είδα τη Γη να εξαφανίζεται, τον πλανήτη των δημιουργών μου να σβήνει και να χάνεται...

«Το είπες και ο ίδιος. "Ένα άστρο εξερράγη στο μάτι του". Σκέφτομαι να σε ερωτευθώ. Πολλές φήμες απόψε και ο ουρανός ακόμα είναι κόκκινος. Μ' αρέσει ο τρόπος που μιλάς και που κουνάς το κεφάλι σου... Σ' αγαπώ... Φίλησε με...»
«Ήρθε το τέλος, και εγώ σ' αγαπώ, ήρθε φαίνεται το τέλος..."