Πινακοθήκη της Εγκρετσίας - 2. - Iaswn

Day 1,969, 05:30 Published in Greece Greece by Chaos0



Ο σημερινός χαρακτήρας που παρουσιάζει η Επιθεώρηση Chaos-Excavations, σχετίζεται με την Εξουσία, την επιθυμία για αυτήν και τις επιπτώσεις αυτής της επιθυμίας...
Προσωπικά πιστεύω ότι η Ηγεσία είναι κάτι το παντελώς ανεπιθύμητο για κάθε εχέφρονα άνθρωπο, κάτι ενοχλητικό, κουραστικό, αντιπαθές, ακόμη και επικίνδυνο.
Κάτι που εκείνοι που το επιδιώκουν, το κάνουν χωρίς να έχουν τη γνώση του τι είναι' αλλιώς θα το απέφευγαν όσο περισσότερο γίνεται. Και για τούτο, όταν την αποκτούν σπάνια είναι κατάλληλοι για να την εξασκήσουν.
Αλλά παράλληλα αποτελεί μια υποχρέωση η οποία ΑΝ τυχόν προκύψει, είναι ανέντιμη η άρνησή της. Και η ορθή εξάσκησή της ΔΕΝ συνεπιφέρει την εξουσία επάνω στους πολίτες αλλά την Ευθύνη για αυτούς.

Πάντοτε κατά την Εισαγωγή σχετικών συζητήσεων, χρησιμοποιούσα σαν μόνιμο αστείο την φράση ότι η λέξη εξ-ουσία σημαίνει Εκτός της Ουσίας, αναγκαστική απομάκρυνση από αυτήν.
Στην πραγματικότητα τον αστεϊσμό τον είχα εμπνευστεί από το βιβλίο του Γιώργου Μανιάτη
Ο Μίδας βασιλιάς έχει αυτιά γαϊδάρου ή εκατέρωθεν της ουσίας
Χρειάστηκε να περάσουν πάρα πολλά χρόνια τέτοιων συζητήσεων, μέχρι να βρεθεί κάποια τολμηρή δεσποινίς και να παρατηρήσει ότι η λέξη μάλλον συντίθεται από το Εκ της Ουσίας, κάτι που προέρχεται από αυτήν.
Χάρηκα ειλικρινά όταν βρέθηκε άτομο, που απέδειξε εμπράκτως ότι αμφισβητεί την Αυθεντία' και την Εξουσία της...
Φυσικά, ως άνθρωπος πείσμων και απολύτως εγωτιστής, επιμένω ότι ακόμη και έτσι η λέξη εμπεριέχει την αφαίρεση, την άρνηση, κάτι που αποσπάται από την Ουσία και είναι περίπου αδύνατο να επανασυνδεθεί με αυτήν...





Ο μήνας είναι ο Μάης
Το όνομα είναι Ίνγκριντ
"...
Καθώς ο Τζην έβγαζε τον φελό, η Στέϊσυ συνέχισε:
_ Ξέρεις, σκέφτομαι πόσο θα αντιπαθούσε αυτούς τους δύο η Ίνγκριντ, και πόσο πρέπει να έμοιαζε με εκείνους τους απαίσιους τουρίστες.
- Ναι; Πως τους έμοιαζε δηλαδή; - Ο Τζην γέμισε τα ποτήρια τους.
_ Να - Η Στέϊσυ έκανε μια χειρονομία με το μαχαίρι που είχε καθαρίσει τα ψάρια. - "Εγώ, υπεράνω όλων". Δεν ξέρω αν με καταλαβαίνεις. Οι περισσότεροι από αυτούς γυρίζοντας στην πατρίδα τους θα ξαναπάνε στις απαίσιες δουλειές τους όπου είναι αναγκασμένοι να σκύβουν το κεφάλι στον διευθυντή τους, ή στον ιδιοκτήτη, ή δεν ξέρω σε ποιον άλλο. Όσο είναι εδώ όμως δίνουν διαταγές και αφήνουν μεγάλα πουρμπουάρ και όλοι τρέχουν να τους εξυπηρετήσουν. Είναι κάτι που θα πρέπει να άρεσε πολύ στην Ίνγκριν. ΔΣεν την είχες γνωρίσει, αν δεν κάνω λάθος.
_ Όχι. Αλλά φυσικά έχω ακούσει γι' αυτή.
_ Καλά, ούτε κι εγώ την είχα γνωρίσει, αλλά έχω σχηματίσει μια πολύ καθαρή εικόνα της. - Αφήνοντας κάτω το μαχαίρι, πήρε το ποτήρι της και κάθισε στη δική της πλευρά του σλίπινγκ μπακ, χωρίς να τον κοιτάζει, χωρίς να κοιτάζει τίποτα το συγκεκριμένο στο εδώ και τώρα, έχοντας μόνο καρφωμένα τα μάτια της στον τοίχο της σπηλιάς. - Και αναρωτιόμουν πια μοίρα θα της ταίριαζε. Θες να ακούσεις τι νομίζω;
- Ναι βέβαια. - Κάθισε και αυτός κάτω, πλέκοντας τα δάχτυλά του γύρω από τα γόνατα.
_ Λοιπόν, υποψιάζομαι ότι η Ίνγκριντ θα ήθελε να βρεθεί σε ένα μέρος γεμάτο από ανθρωπάκια που θα μπορούσε να τα διατάζει, ίσως τους απογόνους ενός παρακμασμένου πολιτισμού. Ίσως μικρά καφέ ανθρωπάκια' ω Τζην συγγνώμη!
_ Δεν έχει καμιά σχέση με μένα. Συνέχισε.
Η Στέϊσυ συνοφρυώθηκε.
_ Λοιπόν, νομίζω ότι θα της άρεσε να την καλωσορίσει ο βασιλιάς τους, ξέρεις. καθισμένη σε ένα θρόνο, με γιρλάντες, και να της φέρνουν αφιερώματα' κρέας, βούτυρο και ρύζι. Τελικά νομίζω ότι θα άρχιζε να βαριέται τη ζωή στο Λαμάγκου. Περίεργο! Είναι λες και το μέρος αυτό θα μπορούσε να υπάρχει πραγματικά. Δεν είχα σκοπό να το βγάλω Λαμάγκου, αλλά αυτό είναι το όνομά του. Θέλω να πω, έχω την αίσθηση ότι αυτό πρέπει να είναι.
_ Συνέχισε - την παρότρυνε εκείνος, παίρνοντας πάλι το μπουκάλι του κρασιού.
_ Λοιπόν, όπως είπα, άρχισε να βαριέται, καθώς δεν χρειαζόταν καν να δίνει διαταγές. Όλες της οι επιθυμίες εκπληρωνόντουσαν χωρίς καν να το ζητήσει. Δεν της ήταν αρκετό να σηκώνεται το πρωί και να βλέπει τη μέρα να χαράζει πάνω από τα μακρινά χιονοσκέπαστα βουνά, να κοιτάζει τα κρίνα στις στολισμένες λίμνες που άνοιγαν για να χαιρετήσουν τη μέρα, να απολαμβάνει ατέλειωτα πιάτα με γεμάτα με ασυνήθιστες λιχουδιές, να φοράει τα πλουσιότερα μετάξια και κοσμήματα και να διασχίζει την πόλη για να δει άγρια ζώα ή να ακούσει τη μουσική κάποιας τελετής στον ναό.
Δεν της ήταν αρκετά. Είχε την ανάγκη να λέει πάντα σε κάποιον τι να κάνει και να τον βλέπει να το κάνει.
Έτσι ένα πρωί άρχισε να αντιδρά συστηματικά σε ότι έκαναν γι αυτή. Έβρισκε παντού λάθη σε ότι ότι και να γινόταν' απαιτούσε από τον μάγειρα να της φέρνει απίθανες λιχουδιές για πρωινό, διέταξε τον ράφτη της να ξαναράψει τις τουαλέτες της, κάλεσε τους τραγουδιστές και αποφάσισε να τους μάθει τον αγαπημένο της ύμνο. Επίσης τους χλεύασε επειδή δεν ήξεραν ήδη, και αγνοούσαν την θρησκεία με την οποία την είχε αναθρέψει η οικογένειά της και την οποία θυμόταν μόνο όταν την βόλευε.
Μετά, αργότερα, άρχισε να γυρίζει στους δρόμους της Λαμάγκου, στις πλατιές λεωφόρους όπου οι έμποροι παζάρευαν με τους πελάτες τους και στα δρομάκια όπου οι φαναρτζήδες και οι παπουτσήδες ασκούσαν την τέχνη τους μέσα σε μικρά μαγαζάκια. Ήταν ανοιχτά από μπρος και πάνω τους κοιμόταν κόσμος, μέσα σε δρομάκια που έκανε δροσιά, επάνω σε κρεβάτια από ινδικά καλάμια ή πάνω στις στέγες όταν έκανε ζέστη και δεν υπήρχε ελπίδα βροχής για μήνες ακόμη.
Παντού σταματούσε τους περαστικούς στην τύχη και τους επέπληττε επειδή ήταν όπως ήταν. Τους διέταξε να αλλάξουν τον τρόπο που ντυνόντουσαν, τα φαγητά τους, τα σπίτια τους, ακόμη και τις αρχαιότερες παραδόσεις τους.
Όλα αυτά ο λαός της Λαμάγκου τα δεχόταν. Και όχι μόνο τα δεχόταν, αλλά τα καλωσόριζε. Η ζωή τους ήταν τόσο πληκτική εδώ και τόσο καιρό, που είχαν εγκαταλειφθεί μέσα σε μια μόνιμη μονοτονία.
Φυσικά πίστευαν ότι είναι τρελή, αλλά ήταν μια συναρπαστική τρέλα.
Χωρίς να του το ζητήσει, ο βασιλιάς αυτών των ανθρώπων έβγαλε το περιδέραιο που ήταν το σύμβολο του αξιώματός του, σαν ένα στέμμα, και την παρακαλούσε γονατιστός να το φορέσει.
Και αυτή το φόρεσε, έχοντας μισοκαταλάβει ότι αυτή η χειρονομία από μόνη της είχε είχε υπονομεύσει το σχέδιο της.
Τι θα μπορούσε να αλλάξει τώρα στην πόλη' δραστικά;
Υπήρχε λοιπόν ένα πρόβλημα σχετικά με το νερό. Το καλοκαίρι δεν επαρκούσε, ενώ όταν ερχόταν η εποχή των βροχών ήταν πάρα πολύ. Έτσι διέταξε να χτίσουν τεράστιες δεξαμενές, που συνδέονταν μεταξύ τους με κανάλια. Εδώ κι εκεί υπήρχαν όμορφοι μικροί καταρράχτες και δίπλα στα κανάλια υπήρχαν σκαλιά για να μπορούν οι οικογένειες να έρχονται και να γεμίζουν τις στάμνες τους.
Αυτό οι άνθρωποι της Λαμάγκου το καταλάβαιναν. Όχι μόνο ήταν πρακτικό, αλλά τη νύχτα θα τους πρόσφερε την κελαρυστή μουσική του τρεχούμενου νερού, αντικαθιστώντας το τραγούδι των γρύλων που μέχρι τότε συνήθιζαν να κρατούν σε κλουβιά, αλλά που η Ίνγκριντ τους είχε απαγορέψει. Ρίχτηκαν στο έργο με θέληση, και πολύ γρήγορα το σύστημα είχε τελειώσει.
Τις νύχτες άρχισαν να έρχονται στην πόλη κι άλλα έντομα που βομβούσαν. Αυτό άρεσε πολύ στον κόσμο γιατί είχαν και οι ίδιοι μουσικά όργανα που βομβούν και τα έπαιζαν στους ναούς που εκείνη είχε μετατρέψει σε μουσεία.
Μετά την εποχή των βροχών, όταν οι δεξαμενές λειτουργούσαν πια στην εντέλεια και είχαν αποθηκεύσει ψηλά στους λόφους αρκετό νερό για να καλύψει τις ανάγκες της πόλης ακόμη και για το μακρύτερο και ζεστότερο καλοκαίρι - πράγμα που την ευχαρίστησε πολύ - ο κόσμος άρχισε ξαφνικά να φέρεται όπως επιθυμούσε εδώ και τόσο καιρό.
Ερχόντουσαν και την παρακαλούσαν να τους πει τι να κάνουν.
Χαρούμενη από αυτή την αντιστροφή της κατάστασης που τόσο την δυσαρεστούσε, άρχισε να δίνει διαταγές, κι άλλες διαταγές, και ο κόσμος έφευγε για να τις εκτελέσει, ενώ εκείνη καθόταν ευτυχισμένη στον παλιό θρόνο του βασιλιά και περίμενε να έρθουν οι αναφορές για τον αντίκτυπο που είχαν οι διαταγές της.
Αλλά οι αναφορές δεν ήρθαν. Μόνο ένα από τα νεοφερμένα έντομα που βομβίζουν την τσίμπησε στον αστράγαλο και το σκότωσε.
Τελικά, μετά την δύση του ήλιου, βγήκε να δει γιατί την είχαν αφήσει μόνη, χωρίς φαγητό και ποτό, χωρίς ακολούθους, και είδε ότι η Λαμάγκου ήταν γεμάτη πτώματα.
Και μετά από λίγο, ήταν και η ίδια ένα από αυτά.

Η Στέϊσυ τινάχτηκε, δείχνοντας σαν να γύριζε από κάπου μακρυά, και κοίταξε γύρω της.
Ο Τζην είχε ανάψει το γκαζάκι τους και την λάμπα, και της έδινε ένα πιάτο με τηγανιτό ψάρι γαρνιρισμένο με άγριο θυμάρι, μια φέτα ψωμί, και φέτες ντομάτα περιχυμένες με λεμόνι, λάδι και αλάτι.
_ Θα τα έκανα εγώ αυτά - άρχισε να λέει' κατόπιν πήρε το πιάτο και άρχισε να τρώει. Μετά από λίγο τον ρώτησε. - Άκουγες;
_ Σε βεβαιώνω ότι δεν έχασα ούτε λέξη. Τρώγε. Είναι αργά και άρχισε να κάνει κρύο.
..."






Μεθαύριο, το τρίτο μέρος:

Πινακοθήκη της Εγκρετσίας - 3. - Stefen


Η ταινία της ημέρας:

Zardoz