The Polar Express

Day 1,850, 05:39 Published in Greece Greece by Asterios C


Για πολλοστή ημέρα ο αέρας επιμένει να φυσάει παγερός, αναγκάζοντάς με να χρησιμοποιώ τ’ αυτοκίνητο για τις μετακινήσεις μου. Υπό άλλες συνθήκες απλώς θα περπατούσα το ένα τέταρτο της ώρας για τη στάση του λεωφορείου. Και τον υγιεινό μου περίπατο θα έκανα και θα μου έμεναν τα λεφτά της βενζίνης στην τσέπη να τα πιω σοκολάτα ζεστή με την παρέα χωρίς να διπλοτσεκάρω στο πορτοφόλι. Μα τώρα όλες μου οι αντιρρήσεις κάμπτονται μπροστά σε μια κατακόκκινη μύτη και πέλματα που δε τα νιώθω παρά τα δύο ζευγάρια κάλτσες. Κάθομαι το λοιπόν πίσω από το τιμόνι και το καλοριφέρ αναλαμβάνει σιγά-σιγά δράση.

Δεν είναι πως δε μ’ αρέσει ν’ οδηγάω, κάθε άλλο. Έχει κι αυτό τις συγκινήσεις του. Όμως ως οδηγός δεν μπορείς να ζωγραφίσεις στο θαμπωμένο τζάμι, έτσι δεν είναι; Κι αν δεν μπορείς να ζωγραφίσεις στο θαμπωμένο τζάμι, ποιος ο λόγος να υπάρχουν κρύες μέρες; Όχι ειλικρινά, δε βρίσκω άλλη σκοπιμότητα. Άντε για τα ζευγαράκια μια εξτρά αφορμή για στενές επαφές όποιου τύπου μπροστά σε τζάκια και κάτω από παπλώματα. Αλλά για μας που δε μας ελέησε ο Θεός με τζάκι ή πάπλωμα, η αλήθεια του πράγματος παραμένει. Και η δικαιολογημένη μου δυσφορία που αναγκάζομαι να παίρνω τ’ αυτοκίνητο εξίσου.

Άσε που πρέπει να δένομαι. Δε λέω, ασφάλεια πάνω απ’ όλα και όλα τα σχετικά, και πολύ σωστά και έτσι πρέπει, αλλά… δεν το μπορώ, ρε παιδάκι μου. Νιώθω να με πνίγουν. Τη θέλω την ελευθερία κινήσεων απόλυτη, τη ρημάδα, ακόμη κι ως δυνητική επιλογή. Αυτό το μπες, τσουκ! τη ζώνη με βγάζει κάτι σε Οδυσσέα δεμένο στο κατάρτι. Μ’ όλους τους πειρασμούς του ταξιδιού να σε προσπερνάνε, να τους παίρνεις χαμπάρι εσύ, ν’ αφρίζεις από επιθυμία να ενδώσεις, μα φευ. Με τη ζώνη βέβαια πάνω απ’ το φάσκιωμα με πουλόβερ, καμπαρτίνες, κασκόλ και άλλα τινά θερμαντικά, το απαραίτητο δηλαδή ανάχωμα στην επέλαση του δριμέως ψύχους.

Κι αφού φτάσω κάθιδρος στον προορισμό μου, γιατί δεν πέτυχα φανάρι να προλάβω να κάνω το απαραίτητο στριπτήζ –ξέρεις αυτή τη φοβερά γυμναστική επίδειξη όπου προσπαθείς να βγάλεις πανωφόρι πες, μισοανασηκωμένος απ’ τη θέση, πατώντας ταυτόχρονα το φρένο και ρίχνοντας κλεφτές ματιές έξω απ’ το παράθυρο για το σηματοδότη- με μαγουλάκια ροδοκόκκινα από μια θαλπωρή που πρέπει πια ν’ αποχωριστώ και τη νοσταλγώ ήδη, ανοίγω την πόρτα και τρώω όλα τα μπιλοζίρια στη μάπα. Το περόνιασμα εντωμεταξύ τελικά δεν το γλιτώνω γιατί από εκεί που πάρκαρα μέχρι να φτάσω Πανεπιστήμιο πάλι περπάτημα θέλει. Και σκέφτομαι τώρα εγώ, ρουφώντας –ίσως κάπως άκομψα είναι η αλήθεια- τη μύτη μου και με τα γυαλιά μου θαμπωμένα από την αιφνίδιες αλλαγές θερμοκρασίας: Δεν κάνει κρύο στην Ελλάδα, ε Loco Modo;