Σώνεται ο Κόσμος με τις Πυτζάμες;

Day 1,985, 06:31 Published in Greece Greece by Asterios C


Ξύπνησες, ένιψες το πρόσωπό σου, βούρτσισες δόντια κι όπως κάθε πρωί κίνησες να σώσεις τον κόσμο, έτσι με τις πυτζάμες. Δεν είναι εύκολη δουλειά, το παραδέχεσαι, μα κάποιος πρέπει να την κάνει. Δε διαφωνώ στην αρχή του πράγματος, αλλά γιατί βρε αδερφέ με τις πυτζάμες; Θα σε πείραζε τόσο να κάτσεις λιγουλάκι να φάμε πρωινό σαν άνθρωποι; Το ξέρεις πως το πρωινό είναι το σημαντικότερο γεύμα της ημέρας! Κι αφού ρίξεις μια κλεφτή ματιά στην εφημερίδα, να δεις στην τελική αν ο κόσμος εκεί έξω χρειάζεται ακόμη να σωθεί, βάζεις το σακάκι σου και φεύγεις κύριος. Μάλλον όχι, ε; Βάλε τουλάχιστον λίγες σταφίδες στην τσέπη σου!

Χάνω τα λόγια μου μαζί, το ‘χω πάρει απόφαση. Αλλά που να με πάρει δε σταματάω! Πες το παραξενιά - αν κι από κάποιον με τις δικές σου ενδυματολογικές προτιμήσεις θ’ ακουστεί κάπως παράδοξο κι αστείο ακόμη. Αφού δε σταματάς εσύ κι ας έχεις φάει τα μούτρα σου τόσες φορές, ούτε κι εγώ θα το κάνω. Είναι θέμα εγωισμού πλέον. Όλα κι όλα, μπορεί να είμαι πολλά πράγματα μα ασυνεπής στα πιστεύω μου όχι. Θα επιμένω μέχρι να αντιστραφεί της Γης η πολικότητα κι ύστερα πάλι εκ του αντιστρόφου. Εκείνο το κουμπί που σου κρέμεται πότε θα με αφήσεις να σου το ράψω; Θα το χάσεις στο τέλος στα σίγουρα.

Λείπεις ως αργά, ώρες πολλές απ’ το σπίτι. Καταλαβαίνω το να σώσεις τον κόσμο θέλει το χρόνο του. Μα πάρε κι ένα τηλέφωνο να μη σε περιμένω άδικα για δείπνο. Μου λες απλά –αδιάφορα μου φαίνεται εμένα, μην περιμένεις. Μια κουβέντα είναι. Γίνεται να συνηθίσεις τα μοναχικά τα δείπνα; Όσες φορές και να στρώσω τραπέζι, ένα σερβίτσιο δεν βάζω. Ανακλαστικά τα χέρια στρώνουν και για σένα. Κι αν εγώ να μάθω να τρώω χωρίς παρέα πρέπει, εσύ γιατί δεν φιλοτιμήσε να βγάλεις τις πυτζάμες; Νιώθεις πιο άνετα. Πφφ, δεν είναι όλα άνεση στη ζωή, καημένε! Θες και να σώσεις τον κόσμο, τρομάρα σου.

Αν δεν χαλάς τη βολή τη δική σου, ειλικρινά πώς περιμένεις τους άλλους να το κάνουν; Μη με λοξοκοιτάς, ξέρεις ότι έχω δίκιο. Και μη μ’ αρχίσεις κάποιο απ’ τα κηρύγματά σου, δεν πιάνουν σε μένα, έχω ανοσία. Όχι πως δε τα λες ωραία, κάθε άλλο. Μα κάλλιο φύλα την ανάσα σου για εκεί που θα πιάσει πιότερο τόπο. Έχεις τον τρόπο σου σίγουρα και δεν τον αμφισβητώ. Μα πάνω στη βιάση σου ξεχνάς κάτι πολύ σημαντικό θαρρώ: Ρωτάς αν ο κόσμος θέλει να σωθεί; Να υποθέσω δεν πεινάς, θα έφαγες καμιά σαχλαμάρα απ’ έξω. Και το κουμπί το ‘χασες! Τα ‘λεγα, δεν τα ΄λεγα;