Στις Στέπες του Πριν Αρχίσει

Day 1,979, 07:51 Published in Greece Greece by Asterios C


Πριν αρχίσει έχει τελειώσει... Ναι, ο νους σου ο άτιμος διέτρεξε κιόλας τη διαδρομή. Ευστροφία και διαίσθηση άκουσα να τ’ ονομάζουν κάποιοι. Δεν είμαι και τόσο σίγουρος. Γιατί; Μα γιατί με το να προτρέχεις εξορίζεις εαυτόν στις αφιλόξενες στέπες ενός αβάσταχτου, ατέρμονου παρελθόντος. Κι έρχονται οι έγνοιες, αγέρες παγεροί να γίνουν μικροί-μικροί, μα κοφτεροί σταλακτίτες στα χείλη σου. Η ίδια η ανάσα που συντηρεί την ύπαρξη, καπνός σιβυλλικός που μυσταγωγεί το πεπερασμένο και υποθάλπει τον αρχέγονο φόβο του τέλους. Εδώ είναι όλα πάλλευκα. Αν είδες μια σπιθαμή, όλα τα είδες. Ανάθεμα αν ξέρεις που πέφτει ο Βορράς. Όχι πως θέλεις να τραβήξεις κατά ‘κει. Όχι, πως θέλεις να κάνεις ρούπι. Έχει άλλωστε νόημα; Όπου κι αν είναι για να πας, θα φτάσεις κάποτε. Κι ύστερα τι;

Βραδιάζει –ή πάντα νύχτα ήταν; Οι πολικές οι νύχτες σε μπερδεύουν. Δεν έρχονται τακτικά, όπως όλες οι νύχτες των ανθρώπων, μα σαν κοπιάσουν πάσσαλους μπήγουν στο εγώ σου και κατασκηνώνουν. Κοιτάς τ’ αστέρια. Παρελθόν που ξεβράστηκε σ’ αυτό που λογίζεις για παρόν η λάμψη τους. Αν ήσουν ρομαντικός ίσως να έκανες μια ευχή. Αν ήσουν προληπτικός ίσως να μην επιχειρούσες να τα μετρήσεις. Μα εσύ απλά προτρέχεις, και ολάκερο το φωτεινό στερέωμα συρρικνώνεται σε μία και μοναδική αγχώδης περιδίνηση του μυαλού. Όλα τους αχνοφεγγίζουν ασημιά. Αν είδες ένα, όλα τα είδες. Ανάθεμα αν ξέρεις του κόσμου σου την ιστορία. Όχι πως θέλεις να σου τη διηγηθούν. Όχι πως θέλεις να σου διηγηθούν οποιαδήποτε ιστορία. Έχει άλλωστε νόημα. Όποια κι αν είναι για ν’ ακούσεις, θα τελειώσει κάποτε. Κι ύστερα τι;

Είναι φορές που θέλεις να σταματήσεις το έλκηθρο, να μην τ’ αφήσεις να κυλήσει στην πλαγιά όπως το ‘χει κακό συνήθειο. Μαλώνεις τότε τα σκυλιά σου που έχεις ζέψει να το τραβάνε. Κι εκείνα σε κοιτούν στα μάτια παραπονιάρικα χωρίς να καταλαβαίνουν. Να τραβάνε θυμήσου τα ανέθρεψες με χάδια κάτω απ’ το λαιμό και στην κοιλιά και κροταλισμούς από μαστίγιο. Δεν ξέρουν άλλο. Εξάλλου όποιος ακίνητος μένει εδώ γύρω δεν έχει μέλλον. Θα τον προλάβει το κρύο και θα τον κάψει. Το πρόσωπο βυθίζεις στις παλάμες σε απόγνωση. Είναι τραχιές. Φαράγγια τρέχουν κατά μήκος τους, φαράγγια που ‘σκάψαν παγετώνες αργοκυλώντας οδυνηρά.

Με βλέπεις, εξόριστε; Τη λάμπα θυέλλης σηκώνω στη χιονοθύελλα. Θέλω να σε τραβήξω κάπου ζεστά, με τζάκι που καίει ξύλα κι ένα ρόφημα θερμαντικό. Τώρα! Πριν είναι αργά. Την ξέρεις τη λέξη; Δεν μπορεί κάποτε θα την έχεις ματακούσει. Κι αν η στοίβα τα ξύλα μου σωθεί κι αν το τσαγιερό τρυπήσει, θα ‘χεις νιώσει τη θέρμη. Μην τολμήσεις ν’ αντιτείνεις: «Κι ύστερα τι;». Ύστερα ό,τι βάνει ο νους, που όπως μου είπανε είναι και σβέλτος. Μα για την ώρα, άλλο μη σε μέλλει. Εδώ, κάνω σινιάλο. Στο κάτω-κάτω, κάνε παρέα σε μένα. Τούτο το μπορείς θαρρώ. Ή κάνω λάθος;